Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

η ικανότητα προς

  • 1 ικανότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) способность, даровитость; талантливость, одарённость;

    ανεγνωρισμένη ικανότης — общепризнанный талант;

    2) способность, (при)годность (к чему-л., на что-л.);

    ικανότη της χώρας προς αμυναν — обороноспособность страны;

    3) юр. (дееспособность; полномочие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ικανότητα

  • 2 ελιγμός

    ο
    1) зигзагообразное движение;

    ελιγμοί τού όφεως — извивы змей;

    2) прям., перен. лавирование, маневрирование; уловка, увёртка;

    κάνω ελιγμούς — лавировать, маневрировать;

    η ικανότητα προς ελιγμούς — а) манёвренность; — б) перен. способность лавировать, маневрировать;

    δι' επιτηδείων ελιγμών — с помощью ловких увёрток;

    3) извилистость;

    ελιγμοί της οδού — извилистость дороги;

    4) извив, изгиб, извилина; излучина, поворот;
    5) воен, манёвр

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελιγμός

См. также в других словарях:

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • ιμβερτοσάκχαρο — Ονομασία του μείγματος γλυκόζης και φρουκτόζης που προέρχεται από την υδρόλυση της σακχαρόζης. H σακχαρόζη στρέφει το επίπεδο του πολωμένου φωτός προς τα δεξιά, ενώ το ι. στρέφει το επίπεδο προς τα αριστερά, επειδή η φρουκτόζη έχει μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικότητα — ἡ η ικανότητα προς θρέψη, η περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία («η θρεπτικότητα τών καρπών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alibilite). Η λ. στον λόγιο τ. θρεπτικότης μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»